κόρνοψ

κόρνοψ
κόρνοψ, -οπος
Grammatical information: m.
Meaning: `locust'
See also: s. πάρνοψ.
Page in Frisk: 1,923

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κόρνοψ — κόρνοψ, οπος, ὁ (Α) είδος ακρίδας, ο πάρνοψ* («ἀπὸ τῶν παρνόπων, οὓς οἱ Οἰταῑοι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τών πόρνοψ, πάρνοψ*] …   Dictionary of Greek

  • άκορνα — ἄκορνα, η (Α) το ακανθώδες φυτό Cnicus Acorna. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως ἄκρος, ἀκή κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ακ «οξύς, αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», ενώ το τέρμα ρνα οδηγεί στη σκέψη… …   Dictionary of Greek

  • κορνοπίων — κορνοπίων, ωνος, ὁ (Α) (για τον Ηρακλή) αυτός που φυγαδεύει, που διώχνει τους κόρνοπας, τις ακρίδες («κορνοπίωνα τιμᾱσθαι παρ ἐκείνοις Ἡρακλέα ἀπαλλαγῆς ἀκρίδων χάριν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρνοψ, οπ ος + κατάλ. ίων (πρβλ. κερκ ίων, μαχαιρ… …   Dictionary of Greek

  • πάρνοψ — και πόρνοψ, οπος, ὁ, Α είδος ακρίδας («ἀπό τῶν παρνόπων, οὕς οἱ Οἰταῑαι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τού τ. με τα περκνός «μαύρος», «πράκνον μέλανα» (Ησύχ.) και περκνό πτερος. Ο τ. εμφανίζει κατάλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”